- δήμοιο
- δή̱μοιο , δῆμοςdistrictmasc gen sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δήμοιο — Δῆμος district masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήμις — και δωρ. τ. φᾱμις, ιος, ἡ, Α 1. λόγος, ομιλία («ἤ τινά που καὶ φῆμιν ἐνὶ Τρώεσσι πύθοιτο», Ομ. Ιλ.) 2. η γνώμη ή κρίση τού λαού σχετικά με πρόσωπο, γεγονός ή κατάσταση, η οποία εκφέρεται σε δημόσια συνέλευση («χαλεπὴ δ ἔχε δήμου φῆμις», Ομ. Οδ.)… … Dictionary of Greek